Mε την επανέναρξη των εργασιών της Βουλής θα κατατεθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης τροποποιητικό νομοσχέδιο που αφορά τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Το κείμενο της τροποποίησης ετοιμάζεται από τη Νομική Υπηρεσία, από την οποίαν εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς τη διαδικασία που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία να ακολουθείται για την έκδοση των διαταγμάτων παρακολούθησης. Και για να αποκλειστεί, εντελώς, το όποιο ενδεχόμενο να ακυρωθούν εκ των υστέρων αυτά τα διατάγματα ενώπιον της Δικαιοσύνης, εξέλιξη που θα οδηγήσει, αναπόφευκτα, στην κατάρρευση των ποινικών υποθέσεων που θα εξιχνιαστούν ως απότοκο της παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, κρίθηκε σκόπιμο να θωρακιστεί ακόμη περισσότερο η κείμενη νομοθεσία πριν την εφαρμογή της.
Στο παρελθόν κατέρρευσαν στα δικαστήρια σοβαρές ποινικές υποθέσεις, όχι γιατί ήταν αθώοι οι κατηγορούμενοι αλλά λόγω διαδικαστικών ζητημάτων και πράξεων. Αυτό το ενδεχόμενο θέλει να αποκλείσει η Νομική Υπηρεσία, η οποία, στο μαρτυρικό υλικό που θα καταθέτει στα δικαστήρια ως Κατηγορούσα Αρχή θα περιλαμβάνει και το υλικό από τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Δέον να σημειωθεί ότι, οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα γίνονται κατόπιν έκδοσης δικαστικών ενταλμάτων και θα επιτρέπονται μόνο για τη διερεύνηση των ακόλουθων ποινικών αδικημάτων: Φόνος εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, διαφθορά, τρομοκρατία, κατασκοπία, εμπορία προσώπων και ναρκωτικών, παιδική πορνογραφία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Στο περίμενε ΚΥΠ-Αστυνομία
Τον Φεβρουάριο του 2020, η Βουλή έδωσε ένα ισχυρό όπλο στα χέρια της ΚΥΠ και της Αστυνομίας για να καταπολεμήσουν το οργανωμένο έγκλημα, τα κυκλώματα διαφθοράς και την χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων. Νομιμοποίησε τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ώστε αυτό το μαρτυρικό υλικό να μπορεί να κατατεθεί και να γίνει αποδεκτό στα δικαστήρια. Η απόφαση της Βουλής δεν λήφθηκε ελαφρά τη καρδία. Το σχετικό νομοσχέδιο συζητείτο επί τρία χρόνια. Κόμματα και βουλευτές είχαν εκφράσει έντονες ανησυχίες για την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Εν τέλει, έβαλαν νερό στο κρασί τους και ψήφισαν το νομοσχέδιο σε νόμο όταν περιλήφθηκαν σε αυτό αρκετές ασφαλιστικές δικλίδες που αποτρέπουν αυθαιρεσίες και καταχρήσεις.
Χρειάστηκαν, σχεδόν, τέσσερα χρόνια για να προμηθευτούν οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί (ΑΤΗΚ, Cablenet, Epic και Primetel) τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό και να επιλύσουν τα τεχνικά προβλήματα που προέκυπταν ώστε απρόσκοπτα να μπορούν Αστυνομία και ΚΥΠ να συνδέουν τον τεχνικό εξοπλισμό τους με τα δίκτυά τους για να μπορούν έτσι, να λαμβάνουν το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων των υπό παρακολούθηση προσώπων σε πραγματικό χρόνο. Και ενώ ήταν όλα έτοιμα, τον περασμένο Νοέμβριο, για την έναρξη των πρώτων νόμιμων παρακολουθήσεων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, εκφράστηκαν επιφυλάξεις από τη Νομική Υπηρεσία και όχι μόνο, ως προς τη διαδικασία έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων. Αποτέλεσμα, αυτό το ισχυρό όπλο που έχουν στη διάθεσή τους ΚΥΠ και Αστυνομία, από τον Φερβουάριο του 2020, να μην μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μέχρι και σήμερα, αναμένοντας τη σχετική τροποποίηση της νομοθεσίας.
Εκπαίδευση προσωπικού
Η κείμενη νομοθεσία υποχρεώνει τους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τεχνικό εξοπλισμό, ο οποίος ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Όπως και έγινε. Τους υποχρεώνει, επίσης, να ενημερώνουν τον Αρχηγό της Αστυνομίας ή τον διοικητή της ΚΥΠ, ανάλογα με την περίπτωση, για τη μεταφορά σε άλλον παροχέα του τηλεφωνικού αριθμού που βρίσκεται υπό παρακολούθηση. Όπως μας λέχθηκε, από πλευράς των τηλεπικοινωνιακών οργανισμών έχει επιλεγεί και το εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο θα συνεργάζεται με την ΚΥΠ και την Αστυνομία.
Τα διατάγματα παρακολούθησης
Τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα διενεργούν κατόπιν δικαστικού διατάγματος μέλη της Αστυνομίας και της ΚΥΠ τα οποία θα είναι εξουσιοδοτημένα για τον σκοπό αυτό. Η διαδικασία που θα ακολουθείται έχει ως εξής: Ο Γενικός Εισαγγελέας, κατόπιν γραπτού αιτήματος του Αρχηγού της Αστυνομίας ή του διοικητή της ΚΥΠ, θα ζητά την έκδοση δικαστικού διατάγματος για παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας εφόσον αυτή είναι αναγκαία για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η αίτηση θα συνοδεύεται από ένορκο δήλωση και από έκθεση γεγονότων με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων που να δικαιολογούν την έκδοση του δικαστικού εντάλματος.
Σημειώνεται ότι, το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που τυχόν καταγραφεί κατά τη διάρκεια παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ δικηγόρου και υπόπτου, το οποίο αποτελεί επαγγελματικό απόρρητο, δεν θα γίνεται αποδεκτό ως μαρτυρία σε οποιαδήποτε ποινική ή πολιτική διαδικασία.
Εποπτεία και διώξεις
Η εφαρμογή της νομοθεσίας που επιτρέπει την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων θα εποπτεύεται από τριμελή επιτροπή, η οποία θα ελέγχει την τήρηση των όρων και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Η επιτροπή θα έχει, μεταξύ άλλων, την εξουσία να διενεργεί ελέγχους, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, δεδομένα και έγγραφα της ΚΥΠ και της Αστυνομίας. Η επιτροπή θα συντάσσει έκθεση για τη δράση της, η οποία θα υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα κοινοποιείται στον πρόεδρο της Βουλής, στον Γενικό Εισαγγελέα, στον υπουργό Δικαιοσύνης, στον Αρχηγό της Αστυνομίας και στον διοικητή της ΚΥΠ.
Η κείμενη νομοθεσία προβλέπει ότι, σε περίπτωση που μέλη της Αστυνομίας ή της ΚΥΠ παραβιάσουν τους όρους του δικαστικού εντάλματος παρακολούθησης, θα είναι ένοχοι αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης θα υπόκεινται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €50.000 ή και στις δύο αυτές ποινές.